- γελωτοποιούς
- γελωτοποιόςexciting laughtermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MORIONES — utut deformes ac monstrosi, in convivium animi gratiâ apud Romanos, sequioribus saeculis, recepti sunt. Martial. l. 3. Epigr. 82. Opimianum Morionibus nectar Crystallinisque murrhinisque propinat. Qui idem eorum formam ac elegantiam tangit. l. 6 … Hofmann J. Lexicon universale
SAMARDACUS — homo ridiculus. Chrysostomus ad Ephes. Hom. 18. Οὐχ ὁρᾷς τοὺς λεγομένους γελωτοποιοὺς, σαμαρδάκους; οὗτοι εἰσὶν ἐυτράπελοι. Vide Martinium in Etymolog. Sic in Actis Quirini Mart. num. 5. Video enim te sicut rusticanum, quasi a samatdaco inductum … Hofmann J. Lexicon universale
STUPIDI — apud Arnob. l. 7. mimi ac γελωτοποιοὶ: quod in iis quidam stupidorum partes agebant: rarditatem simulabant et idcirco salapittis quandoque obiurgabantur. Talis ille, qui praesente Antoninô Philosophô in scena nomen adulteri uxoris a Serva cum… … Hofmann J. Lexicon universale
γελωτοποιώ — γελωτοποιῶ ( έω) (Α) (για γελωτοποιούς) προκαλώ το γέλιο … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek